υψηλαύχην

υψηλαύχην
-ενος, ὁ, ἡ, Α
υψαύχενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + αὐχήν, -ένος (πρβλ. ὑψ-αύχην)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • υψηλαυχενία — και εσφ. γρφ ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, ενος] 1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα 2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα 3. μτφ. περηφάνια, έπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”